- χρυσωρύχοι
- χρῡσωρύχοι , χρυσωρύχοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] … Dictionary of Greek
χρυσόσωρος — ον, Μ αυτός που έχει σωρούς από χρυσάφι («μύρμηκες χρυσωρύχοι... τοὺς φωλεοὺς τοὺς ἑαυτῶν ἔχουσι χρυσοσώρους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σωρός (πρβλ. πολύ σωρος)] … Dictionary of Greek